παραβάκτρος

παραβάκτρος
-ον, Α
1. αυτός που είναι όμοιος με βακτηρία ή αυτός που στηρίζεται σε βακτηρία
2. φρ. «θεραπεύματα παράβακτρα» — υπηρεσίες που παρέχονται για στήριγμα, βοήθειες όμοιες με βακτηρίες (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + βάκτρον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραβάκτροις — παραβάκτρος near masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”